- μιμεῖται
- μῑμεῖται , μιμέομαιimitatepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
θεομίμητος — θεομίμητος, ον (AM) αυτός που μιμείται τον θεό ή αυτός που σχηματίστηκε κατά μίμηση ιδιότητας ή ενέργειας τού θεού («θεομίμητος δύναμις»). επίρρ... θεομιμήτως (Μ) με τρόπο που μιμείται τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μίμητος (< μιμούμαι), πρβλ … Dictionary of Greek
λογόμιμος — λογόμιμος, ὁ (Α) αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, συγγραφέας ή ηθοποιός μίμων που μιλούν … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
μιμούμαι — μιμήθηκα 1. προσπαθώ να συμπεριφερθώ όπως κάποιος άλλος ή αντιγράφω τις κινήσεις, τους μορφασμούς, τη φωνή κτλ. κάποιου άλλου: Μιμείται φωνές πουλιών. 2. παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως παράδειγμα και τον απομιμούμαι: Αυτός ο ζωγράφος μιμείται τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
подражаниѥ — ПОДРАЖАНИ|Ѥ (14), ˫А с. 1.Подражание, следование комул.: прп(д)бнѹмѹ оц҃ю игѹменѹ… д҃ховьнымъ своимъ с҃номъ подающю дрѣвле ѹставъ. послѣдьствѹющемъ же прочимъ по слѣдѹ всѣмъ. и въздвизающемъ дрѹгъ дрѹга на подражѧниѥ. УСт к. XII, 229; на житиѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подражати — ПОДРАЖА|ТИ (62), Ю, ѦТЬ гл. 1.Подражать, следовать комул., чемул.: Подражаи самарѧныню женѹ. Изб 1076, 241 об.; рьвьновати семѹ тьщахѹтьс˫а и подражати ˫ако мощьно. (μιμεῖσϑαι) ЖФСт к. XII, 52; подражааше житию и съмѣрению прп(д)бнааго своѥго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PHARMACOPOLAE — hodie dicuntur, qui non tantum simplicium medicaminum instituram exercent, sed etiam ex praescripto Medicorum antidotos miscent ac remedia conficiunt, longe diversi proin ab iis, quos Pharmacopolas vocavit Antiquitas. Nulli enim olim earum tentum … Hofmann J. Lexicon universale
RECANERE — apud Plin. l. 28. c. 2. Non pauci etiam (credunt) serpentes ipsas recanere; et hunc unum ilis esse intellectum: Graecis ἀντᾴδειν, apud Aristorelem de Saga Thessala, Εἶτα μιμεῖται τὴν φωνὴν τοῦ θηρίου τὸ δὲ ἀντάδει καὶ πρόςειςι, Deinde imitatur… … Hofmann J. Lexicon universale
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek